Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνικολογιστικός η εθνικολογιστική το εθνικολογιστικό
      γενική του εθνικολογιστικού της εθνικολογιστικής του εθνικολογιστικού
    αιτιατική τον εθνικολογιστικό την εθνικολογιστική το εθνικολογιστικό
     κλητική εθνικολογιστικέ εθνικολογιστική εθνικολογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνικολογιστικοί οι εθνικολογιστικές τα εθνικολογιστικά
      γενική των εθνικολογιστικών των εθνικολογιστικών των εθνικολογιστικών
    αιτιατική τους εθνικολογιστικούς τις εθνικολογιστικές τα εθνικολογιστικά
     κλητική εθνικολογιστικοί εθνικολογιστικές εθνικολογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνικολογιστικός < εθνικ(ός) + -ο- + λογιστικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.θni.ko.lo.ʝi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θνι‐κο‐λο‐γι‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

εθνικολογιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr