εθνική οδός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εθνική οδός | οι | εθνικές οδοί |
γενική | της | εθνικής οδού | των | εθνικών οδών |
αιτιατική | την | εθνική οδό | τις | εθνικές οδούς |
κλητική | εθνική οδέ | εθνικές οδοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.θniˈci oˈðos/
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
εθνική οδός θηλυκό
- οδός που συνδέει μεγάλες πόλεις μεταξύ τους, η οποία είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη μεγάλων ταχυτήτων[1]
- ※ Αυξημένη είναι η επιβατική κίνηση στα λιμάνια, αλλά και στις εθνικές οδούς, ήδη από το πρώτο Σαββατοκύριακο άρσης του lockdown και απελευθέρωσης των διαπεριφερειακών μετακινήσεων. (Εκτός των τειχών: «Κοσμοσυρροή» σε λιμάνια και εθνικές οδούς - Οι νέες οδηγίες για τα ταξίδια, CNN, 15 Μαΐου 2021)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ΕΟ (συντομογραφία)
- επαρχιακή οδός
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθνική οδός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οδός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας