εγωτικός
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εγωτικός | η | εγωτική | το | εγωτικό |
γενική | του | εγωτικού | της | εγωτικής | του | εγωτικού |
αιτιατική | τον | εγωτικό | την | εγωτική | το | εγωτικό |
κλητική | εγωτικέ | εγωτική | εγωτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εγωτικοί | οι | εγωτικές | τα | εγωτικά |
γενική | των | εγωτικών | των | εγωτικών | των | εγωτικών |
αιτιατική | τους | εγωτικούς | τις | εγωτικές | τα | εγωτικά |
κλητική | εγωτικοί | εγωτικές | εγωτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égotique < αρχαία ελληνική ἐγώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασία
εγωτικός -ή, ό
- (σπάνιο) που αναφέρονται στο εγώ, στη ατομικότητα με την πιο στενή έννοια· εγωιστικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγωτικός
|