εγωκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγωκεντρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égocentrique < αρχαία ελληνική ἐγώ + κεντρικός [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɣo.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γω‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
εγωκεντρικός ,-ή, -ό
- που θεωρεί ότι είναι το κέντρο του κόσμου, ότι όλα περιστρεφονται γύρω από αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- εγωκεντρικά (επίρρημα)
- εγωκεντρικότητα
- εγωκεντρισμός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγωκεντρικός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εγωκεντρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας