εγχυτρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγχυτρισμός < αρχαία ελληνική ἐγχυτρίζω + -μός < ἐν + χύτρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεγχυτρισμός αρσενικό
- (αρχαιολογία) ταφή (συνήθως παιδιού) μέσα σε αγγείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγχυτρισμός
|