Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγγυοδότησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εγγυοδότησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εγγυοδοτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εγγυοδοτώ