Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εγγυοδοτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εγγυοδοτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγγυοδοτώ
  3. θα εγγυοδοτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγγυοδοτώ