εγγυηθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εγγυηθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγγυώμαι
- θα εγγυηθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγγυώμαι
εγγυηθούμε