εβραίικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εβραίικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
εβραίικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) εβραϊκός
- (μειωτικό) για τη φιλαργυρία και ανάλογες εκδηλώσεις που αποδίδονται στους Εβραίους
- Μερικοί άνθρωποι πάλι, ενώ δίνουν πεντακόσιες ή χίλιες δραχμές σε έναν φτωχό, κάνουν εβραίικα παζάρια για πέντε ή δέκα δραχμές στον φτωχό εργάτη που τους δούλεψε. (από ιστοσελίδα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εβραίικος
→ δείτε τη λέξη εβραϊκός |