Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εβραίικος η εβραίικη το εβραίικο
      γενική του εβραίικου της εβραίικης του εβραίικου
    αιτιατική τον εβραίικο την εβραίικη το εβραίικο
     κλητική εβραίικε εβραίικη εβραίικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εβραίικοι οι εβραίικες τα εβραίικα
      γενική των εβραίικων των εβραίικων των εβραίικων
    αιτιατική τους εβραίικους τις εβραίικες τα εβραίικα
     κλητική εβραίικοι εβραίικες εβραίικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εβραίικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εβραίικος, -η, -ο

  1. (λαϊκότροπο) εβραϊκός
  2. (μειωτικό) για τη φιλαργυρία και ανάλογες εκδηλώσεις που αποδίδονται στους Εβραίους
    Μερικοί άνθρωποι πάλι, ενώ δίνουν πεντακόσιες ή χίλιες δραχμές σε έναν φτωχό, κάνουν εβραίικα παζάρια για πέντε ή δέκα δραχμές στον φτωχό εργάτη που τους δούλεψε. (από ιστοσελίδα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία