Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εβδομηνταριά οι εβδομηνταριές
      γενική της εβδομηνταριάς των εβδομηνταριών
    αιτιατική την εβδομηνταριά τις εβδομηνταριές
     κλητική εβδομηνταριά εβδομηνταριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εβδομηνταριά < εβδομήντα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εβδομηνταριά θηλυκό

ο Γιώργης θα είναι καμιά εβδομηνταριά χρονώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία