Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εβδομαδιαίοι

  1. εβδομαδιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. εβδομαδιαίος, στην κλητική του πληθυντικού