εαυτοσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εαυτοσκοπία θηλυκό
- αντιληπτική διαταραχή κατά την οποία κάποιος θεωρεί πως βλέπει τον εαυτό του σαν να είναι έξω απ’ αυτόν, έξω από το σώμα του
Μεταφράσεις επεξεργασία
εαυτοσκοπία
|