Δείτε επίσης: εἴσπλους

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο είσπλους οι είσπλοι
      γενική του είσπλου των είσπλων
    αιτιατική τον είσπλου
είσπλουν
τους είσπλους
     κλητική είσπλου είσπλοι
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

είσπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἴσπλους (εἴσπλοος) < εἰς + πλοῦς (πλόος). Συγχρονικά αναλύεται σε είσ- + πλους

  Ουσιαστικό επεξεργασία

είσπλους αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

είσπλους αρσενικό