Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

είκασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εικάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εικάζω