Δείτε επίσης: οίδημα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το είδισμα τα ειδίσματα
      γενική του ειδίσματος των ειδισμάτων
    αιτιατική το είδισμα τα ειδίσματα
     κλητική είδισμα ειδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

είδισμα < (…) < αρχαία ελληνική εἶδος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

είδισμα[2] ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κώστας Καραποτόσογλου, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη (Αθήνα: Δόμος, 1988), σελ. 33, λήμμα «εἰδίσματα».
  2. είδισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)