δωδεκάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δωδεκάρι | τα | δωδεκάρια |
γενική | του | δωδεκαριού | των | δωδεκαριών |
αιτιατική | το | δωδεκάρι | τα | δωδεκάρια |
κλητική | δωδεκάρι | δωδεκάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δωδεκάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δωδεκάρι(ν) < αρχαία ελληνική δώδεκα + -άρι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.ðeˈka.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δω‐δε‐κά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δωδεκάρι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δώδεκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δωδεκάρι < αρχαία ελληνική δώδεκα + -άρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δωδεκάρι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- δωδεκάρια (πληθυντικός)
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- δωδεκάρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].