δυστροφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυστροφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική dystrophia < αρχαία ελληνική δυσ- + τροφή + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυστροφία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρέφω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυστροφία