δυστοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυστοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dystopic / dystopian[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dystopique[1] < αρχαία ελληνική δυσ- + τόπος
Επίθετο
επεξεργασίαδυστοπικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 δυστοπικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)