δυσταξινόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυσταξινόμηση | οι | δυσταξινομήσεις |
γενική | της | δυσταξινόμησης | των | δυσταξινομήσεων |
αιτιατική | τη | δυσταξινόμηση | τις | δυσταξινομήσεις |
κλητική | δυσταξινόμηση | δυσταξινομήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσταξινόμηση < δυσ- + ταξινόμηση.
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσταξινόμηση θηλυκό
- Λαθεμένη ταξινόμηση. Ταξινόμηση σε λάθος κατηγορία λόγω εσφαλμένων δεδομένων ή κριτηρίων.
- Ένα από τα πιθανά σφάλματα που μπορεί να ενέχει μια επιδημιολογική μελέτη είναι η δυσταξινόμηση των συμμετεχόντων σε αυτή.
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσταξινόμηση