Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσμαί < αρχαία ελληνική δυσμαί < δυσμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσμαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. η δύση
    από δυσμάς προς ανατολάς

  Μεταφράσεις επεξεργασία