δυσκρασικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δυσκρασικός
- που έχει σχέση με τη δυσκρασία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δυσκρασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσκρασικός
|
δυσκρασικός
|