δυσκολοδιάβαστων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδυσκολοδιάβαστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δυσκολοδιάβαστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δυσκολοδιάβαστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δυσκολοδιάβαστος