δυσγενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δυσγενής | τὸ δυσγενές | οἱ, αἱ δυσγενεῖς | τὰ δυσγενῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς δυσγενοῦς | τοῦ δυσγενοῦς | τῶν δυσγενῶν | τῶν δυσγενῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ δυσγενεῖ | τῷ δυσγενεῖ | τοῖς, ταῖς δυσγενέσι(ν) | τοῖς δυσγενέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δυσγενῆ | τὸ δυσγενές | τοὺς, τὰς δυσγενεῖς | τὰ δυσγενῆ |
Κλητική | δυσγενές | δυσγενές | δυσγενεῖς | δυσγενῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δυσγενεῖ | |||
Γενική-Δοτική | δυσγενοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδυσγενής, -ής, -ές
- που έχει ταπεινή καταγωγή, που είναι άσημος
- που έχει ταπεινή συμπεριφορά, που είναι χαμερπής, μοχθηρός
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δυσγενής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσγενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.