Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ δυσγενής τὸ δυσγενές οἱ, αἱ δυσγενεῖς τὰ δυσγεν
Γενική τοῦ, τῆς δυσγενοῦς τοῦ δυσγενοῦς τῶν δυσγενῶν τῶν δυσγενῶν
Δοτική τῷ, τῇ δυσγενεῖ τῷ δυσγενεῖ τοῖς, ταῖς δυσγενέσι(ν) τοῖς δυσγενέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν δυσγεν τὸ δυσγενές τοὺς, τὰς δυσγενεῖς τὰ δυσγεν
Κλητική δυσγενές δυσγενές δυσγενεῖς δυσγεν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική δυσγενεῖ
Γενική-Δοτική δυσγενοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσγενής < δυσ- + -γενής < γένος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσγενής, -ής, -ές

  1. που έχει ταπεινή καταγωγή, που είναι άσημος
  2. που έχει ταπεινή συμπεριφορά, που είναι χαμερπής, μοχθηρός

Συγγενικά

επεξεργασία