δυσαρίθμητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσαρίθμητος < (ελληνιστική κοινή) δυσαρίθμητος
Επίθετο επεξεργασία
δυσαρίθμητος, -η, -ο
- (λόγιο) που είναι δύσκολο να τον (απ)αριθμήσουμε, να τον μετρήσουμε
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσαρίθμητος
|