Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρυόπτερις < δρυς + πτέρις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρυόπτερις θηλυκό και δρυοπτερίς