Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Δροσοσταλίδες σε γρασίδι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δροσοσταλίδα οι δροσοσταλίδες
      γενική της δροσοσταλίδας των δροσοσταλίδων
    αιτιατική τη δροσοσταλίδα τις δροσοσταλίδες
     κλητική δροσοσταλίδα δροσοσταλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δροσοσταλίδα < δροσο- (<δρόσος) + σταλίδα (<στάλα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δροσοσταλίδα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία