δριμόνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δριμόνι | τα | δριμόνια |
γενική | του | δριμονιού | των | δριμονιών |
αιτιατική | το | δριμόνι | τα | δριμόνια |
κλητική | δριμόνι | δριμόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δριμόνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δριμόνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) τετράγωνο κόσκινο καθαρισμού των κόκκων σιταριού στο αλώνι
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)