δουναβικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δουναβικός < Δούναβ(ης) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
δουναβικός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του δουνάβιος
- ※ Το δουναβικό limes θ’ αποκτήσει ξεχωριστή σημασία από τους πρώτους αιώνες της ιστορίας του Βυζαντίου, δεδομένου ότι οι συχνές παραβιάσεις του από τις επιδρομές των βαρβαρικών λαών θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των βορείων επαρχιών με επικίνδυνες προεκτάσεις για την πρωτεύουσα της ανατολικής αυτοκρατορίας.(Σοφία Πατούρα, «Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῶν βορείων ἐπαρχιῶν τῆς Αὐτοκρατορίας (4ος-6ος αἰ.). Φιλολογικὲς πηγὲς», Βυζαντινά Σύμμεικτα, 6 (1985) σελ. 315)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Δούναβης
Μεταφράσεις επεξεργασία
δουναβικός
|