δουλάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δουλάκι | τα | δουλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δουλάκι | τα | δουλάκια |
κλητική | δουλάκι | δουλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δουλάκι ουδέτερο
- νεαρή δούλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δουλάκι
|