δομοστοιχείωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δομοστοιχείωση | οι | δομοστοιχειώσεις |
γενική | της | δομοστοιχείωσης | των | δομοστοιχειώσεων |
αιτιατική | τη | δομοστοιχείωση | τις | δομοστοιχειώσεις |
κλητική | δομοστοιχείωση | δομοστοιχειώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
δομοστοιχείωση (el) θηλυκό
- το να αποτελείται κάτι από δομοστοιχεία/αρθρωτά μέρη
Μεταφράσεις επεξεργασία
δομοστοιχείωση