Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοκούν < μετοχή ουδετέρου γένους του ρήματος δοκέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοκούν ουδέτερο

  • αυτό που φαίνεται καλό ή σωστό σε κάποιον

Εκφράσεις επεξεργασία