Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διχαστικός η διχαστική το διχαστικό
      γενική του διχαστικού της διχαστικής του διχαστικού
    αιτιατική τον διχαστικό τη διχαστική το διχαστικό
     κλητική διχαστικέ διχαστική διχαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διχαστικοί οι διχαστικές τα διχαστικά
      γενική των διχαστικών των διχαστικών των διχαστικών
    αιτιατική τους διχαστικούς τις διχαστικές τα διχαστικά
     κλητική διχαστικοί διχαστικές διχαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διχαστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

διχαστικός

  • που οδηγεί σε διχασμό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία