Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈxa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐χά‐ζο‐με
ομόηχο: διχάζομαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διχάζομε

  • λόγιος τύπος του διχάζουμε, α΄πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος διχάζω