διττός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διττός < αρχαία ελληνική διττός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διττός
- που είναι διπλός ή που έχει δύο μορφές
- το όφελος απεδείχθη διττό, και ηθικό και οικονομικό
- στις συναντήσεις μας παρουσίαζε διττή συμπεριφορά
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | διττός | διττή | διττόν | διττοί | διτταί | διττά |
Γενική | διττοῦ | διττῆς | διττοῦ | διττῶν | διττῶν | διττῶν |
Δοτική | διττῷ | διττῇ | διττῷ | διττοῖς | διτταῖς | διττοῖς |
Αιτιατική | διττόν | διττήν | διττόν | διττούς | διττάς | διττά |
Κλητική | διττέ | διττή | διττόν | διττοί | διτταί | διττά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | διττώ | διττά | ||||
Γενική-Δοτική | διττοῖν | διτταῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
διττός < δίς
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διττός
- αττικός τύπος του δισσός