Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διτετράγωνος η διτετράγωνη το διτετράγωνο
      γενική του διτετράγωνου της διτετράγωνης του διτετράγωνου
    αιτιατική τον διτετράγωνο τη διτετράγωνη το διτετράγωνο
     κλητική διτετράγωνε διτετράγωνη διτετράγωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διτετράγωνοι οι διτετράγωνες τα διτετράγωνα
      γενική των διτετράγωνων των διτετράγωνων των διτετράγωνων
    αιτιατική τους διτετράγωνους τις διτετράγωνες τα διτετράγωνα
     κλητική διτετράγωνοι διτετράγωνες διτετράγωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διτετράγωνος < (δις) δι- + τετράγωνος

  Επίθετο επεξεργασία

διτετράγωνος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία