Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δισπίθαμος η δισπίθαμη το δισπίθαμο
      γενική του δισπίθαμου της δισπίθαμης του δισπίθαμου
    αιτιατική τον δισπίθαμο τη δισπίθαμη το δισπίθαμο
     κλητική δισπίθαμε δισπίθαμη δισπίθαμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δισπίθαμοι οι δισπίθαμες τα δισπίθαμα
      γενική των δισπίθαμων των δισπίθαμων των δισπίθαμων
    αιτιατική τους δισπίθαμους τις δισπίθαμες τα δισπίθαμα
     κλητική δισπίθαμοι δισπίθαμες δισπίθαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δισπίθαμος < ελληνιστική κοινή δισπίθαμος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε (δις) δι- + σπιθαμ(ή) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

δισπίθαμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δισπίθαμος τὸ δισπίθαμον
      γενική τοῦ/τῆς δισπιθάμου τοῦ δισπιθάμου
      δοτική τῷ/τῇ δισπιθάμ τῷ δισπιθάμ
    αιτιατική τὸν/τὴν δισπίθαμον τὸ δισπίθαμον
     κλητική ! δισπίθαμε δισπίθαμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δισπίθαμοι τὰ δισπίθαμ
      γενική τῶν δισπιθάμων τῶν δισπιθάμων
      δοτική τοῖς/ταῖς δισπιθάμοις τοῖς δισπιθάμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δισπιθάμους τὰ δισπίθαμ
     κλητική ! δισπίθαμοι δισπίθαμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δισπιθάμω τὼ δισπιθάμω
      γεν-δοτ τοῖν δισπιθάμοιν τοῖν δισπιθάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δισπίθαμος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δι- + αρχαία ελληνική σπιθαμ(ή) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

δισπίθαμος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία