Ετυμολογία

επεξεργασία
δισμύριοι < δισ- + μύριοι, πληθυντικός του' μυρίος

  Επίθετο

επεξεργασία

δισμύριοι, -αι, -α μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή και «νόθος» ενικός[1]

  1. (κυριολεκτικά) δύο μυριάδες, είκοσι χιλιάδες
  2. (ελληνιστική σημασία , και ενικός δισμύριος ως περιληπτικό)
    ※  Λουκιανός, σοφιστής, Ζεύξις, 8 (Luc. Zeux.)
    ἵππος δισμυρία (ιππικό είκοσι χιλιάδων)
Ο αρχαίος τύπος, μόνο στον πληθυντικό
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
δισμῡριο-
ονομαστική δισμύριος δισμυρί τὸ δισμύριον
      γενική τοῦ δισμυρίου τῆς δισμυρίᾱς τοῦ δισμυρίου
      δοτική τῷ δισμυρί τῇ δισμυρί τῷ δισμυρί
    αιτιατική τὸν δισμύριον τὴν δισμυρίᾱν τὸ δισμύριον
     κλητική ! δισμύριε δισμυρί δισμύριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δισμύριοι αἱ δισμύριαι τὰ δισμύρι
      γενική τῶν δισμυρίων τῶν δισμυρίων
δυσμυριέων (Ηρόδοτος)
τῶν δισμυρίων
      δοτική τοῖς δισμυρίοις ταῖς δισμυρίαις τοῖς δισμυρίοις
    αιτιατική τοὺς δισμυρίους τὰς δισμυρίᾱς τὰ δισμύρι
     κλητική ! δισμύριοι δισμύριαι δισμύρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δισμυρίω τὼ δισμυρί τὼ δισμυρίω
      γεν-δοτ τοῖν δισμυρίοιν τοῖν δισμυρίαιν τοῖν δισμυρίοιν
Ο αρχαίος τύπος, στον πληθυντικό.
Μεταγενέστερος ο ενικός.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .