Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλοκαλλιέργεια οι διπλοκαλλιέργειες
      γενική της διπλοκαλλιέργειας των διπλοκαλλιεργειών
    αιτιατική τη διπλοκαλλιέργεια τις διπλοκαλλιέργειες
     κλητική διπλοκαλλιέργεια διπλοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλοκαλλιέργεια < διπλ(ός) + -ο- + καλλιέργεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπλοκαλλιέργεια θηλυκό

  • η καλλιέργεια δύο ειδών στην ίδια έκταση (π.χ. ντοματών – πεπονιών, ντοματών - αγγουριών ή ντοματών - πιπεριών)

  Μεταφράσεις επεξεργασία