διπλοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διπλοκαλλιέργεια < διπλ(ός) + -ο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοκαλλιέργεια θηλυκό
- η καλλιέργεια δύο ειδών στην ίδια έκταση (π.χ. ντοματών – πεπονιών, ντοματών - αγγουριών ή ντοματών - πιπεριών)
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοκαλλιέργεια
|