διμεταβλητός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διμεταβλητός < δι- + μεταβλητός
Επίθετο επεξεργασία
διμεταβλητός
- (μαθηματικά) που έχει ή παίρνει δύο μεταβλητές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διμεταβλητός
|
διμεταβλητός
|