δικομανής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δικομανής | η | δικομανής | το | δικομανές |
γενική | του | δικομανούς* | της | δικομανούς | του | δικομανούς |
αιτιατική | τον | δικομανή | τη | δικομανή | το | δικομανές |
κλητική | δικομανή(ς) | δικομανής | δικομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δικομανείς | οι | δικομανείς | τα | δικομανή |
γενική | των | δικομανών | των | δικομανών | των | δικομανών |
αιτιατική | τους | δικομανείς | τις | δικομανείς | τα | δικομανή |
κλητική | δικομανείς | δικομανείς | δικομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικομανής αρσενικό
- Αυτός που έχει μανία να συμμετέχει σε δίκες, συνήθως ως μηνυτής