Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διευρυνσίας οι διευρυνσίες
      γενική του/της διευρυνσία των διευρυνσιών
    αιτιατική τον/τη διευρυνσία τους/τις διευρυνσίες
     κλητική διευρυνσία διευρυνσίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διευρυνσίας < διεύρυνση + -ίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διευρυνσίας αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία