διευκολυνθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διευκολυνθείτε
- β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου παθητικής φωνής του ρήματος διευκολύνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου παθητικής φωνής του ρήματος διευκολύνω
διευκολυνθείτε