διεπιφάνεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διεπιφάνεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διεπιφάνεια θηλυκό
- η λεπτή επιφάνεια (συνήθως διαφανής) που χωρίζει μια οντότητα από το περιβάλλον της ή δύο οντότητες μεταξύ τους
- η διεπιφάνεια των σχέσεων μεταξύ υπηρεσίας και πολιτών