Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεπαγγελματικός η διεπαγγελματική το διεπαγγελματικό
      γενική του διεπαγγελματικού της διεπαγγελματικής του διεπαγγελματικού
    αιτιατική τον διεπαγγελματικό τη διεπαγγελματική το διεπαγγελματικό
     κλητική διεπαγγελματικέ διεπαγγελματική διεπαγγελματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεπαγγελματικοί οι διεπαγγελματικές τα διεπαγγελματικά
      γενική των διεπαγγελματικών των διεπαγγελματικών των διεπαγγελματικών
    αιτιατική τους διεπαγγελματικούς τις διεπαγγελματικές τα διεπαγγελματικά
     κλητική διεπαγγελματικοί διεπαγγελματικές διεπαγγελματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεπαγγελματικός < δια- + επαγγελματικός

  Επίθετο επεξεργασία

διεπαγγελματικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία