διεθνής κοινή ονομασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διεθνής κοινή ονομασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική international monproprietary name (INN)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
διεθνής κοινή ονομασία θηλυκό (συντομογραφή: ΔΚΟ)
- (φαρμακευτική) διεθνές, μοναδικό όνομα που λαμβάνουν τα φάρμακα ή οι φαρμακευτικές δραστικές ουσίες από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το οποίο έχει γενική χρήση και δεν αποτελεί εμπορικά κατοχυρωμένη ονομασία, ώστε να αποφεύγονται τα λάθη στις συνταγογραφήσεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
διεθνής κοινή ονομασία