Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεθνής κοινή ονομασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική international monproprietary name (INN)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

διεθνής κοινή ονομασία θηλυκό (συντομογραφή: ΔΚΟ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία