Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διδούς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
διδ
ούς
ἡ
διδοῦσ
ᾰ
τὸ
διδόν
γενική
τοῦ
διδόντ
ος
τῆς
διδούσ
ης
τοῦ
διδόντ
ος
δοτική
τῷ
διδόντ
ῐ
τῇ
διδούσ
ῃ
τῷ
διδόντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
διδόντ
ᾰ
τὴν
διδούσ
ᾰν
τὸ
διδόν
κλητική
ὦ
!
διδ
ούς
διδοῦσ
ᾰ
διδόν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
διδόντ
ες
αἱ
διδοῦσ
αι
τὰ
διδόντ
ᾰ
γενική
τῶν
διδόντ
ων
τῶν
διδουσ
ῶν
τῶν
διδόντ
ων
δοτική
τοῖς
διδοῦ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
διδούσ
αις
τοῖς
διδοῦ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
διδόντ
ᾰς
τὰς
διδούσ
ᾱς
τὰ
διδόντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
διδόντ
ες
διδοῦσ
αι
διδόντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
διδόντ
ε
τὼ
διδούσ
ᾱ
τὼ
διδόντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
διδόντ
οιν
τοῖν
διδούσ
αιν
τοῖν
διδόντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'διδούς'
όπως «
διδούς
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διδούς, -οῦσα, -όν
μετοχή
ενεργητικού
ενεστώτα
του ρήματος
δίδωμι