Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διδούς διδοῦσ τὸ διδόν
      γενική τοῦ διδόντος τῆς διδούσης τοῦ διδόντος
      δοτική τῷ διδόντ τῇ διδούσ τῷ διδόντ
    αιτιατική τὸν διδόντ τὴν διδούσᾰν τὸ διδόν
     κλητική ! διδούς διδοῦσ διδόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διδόντες αἱ διδοῦσαι τὰ διδόντ
      γενική τῶν διδόντων τῶν διδουσῶν τῶν διδόντων
      δοτική τοῖς διδοῦσῐ(ν) ταῖς διδούσαις τοῖς διδοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διδόντᾰς τὰς διδούσᾱς τὰ διδόντ
     κλητική ! διδόντες διδοῦσαι διδόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διδόντε τὼ διδούσ τὼ διδόντε
      γεν-δοτ τοῖν διδόντοιν τοῖν διδούσαιν τοῖν διδόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'διδούς' όπως «διδούς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

διδούς, -οῦσα, -όν