διδακτήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | διδακτήριον | τὰ | διδακτήριᾰ |
γενική | τοῦ | διδακτηρίου | τῶν | διδακτηρίων |
δοτική | τῷ | διδακτηρίῳ | τοῖς | διδακτηρίοις |
αιτιατική | τὸ | διδακτήριον | τὰ | διδακτήριᾰ |
κλητική ὦ! | διδακτήριον | διδακτήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διδακτηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διδακτηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διδακτήριον < αρχαία ελληνική διδάσκω < πρωτοελληνική *di-dəs-skō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διδακτήριον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διδάσκω