διδάχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διδάχος | οι | διδάχοι |
γενική | του | διδάχου | των | διδάχων |
αιτιατική | τον | διδάχο | τους | διδάχους |
κλητική | διδάχε | διδάχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διδάχος αρσενικό
- (παρωχημένο) δάσκαλος, καθοδηγητής
- (παρωχημένο) καθολικός ιερέας
- → δείτε τη λέξη φλάρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
διδάχος
|