Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διβοράνιο τα διβοράνια
      γενική του διβορανίου
διβοράνιου
των διβορανίων
    αιτιατική το διβοράνιο τα διβοράνια
     κλητική διβοράνιο διβοράνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διβοράνιο < δι- + βοράνιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διβοράνιο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία