Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διατομεακότητα οι διατομεακότητες
      γενική της διατομεακότητας των διατομεακοτήτων
    αιτιατική τη διατομεακότητα τις διατομεακότητες
     κλητική διατομεακότητα διατομεακότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατομεακότητα < αγγλική intersectionality / δια- + τομεακός + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατομεακότητα θηλυκό

  1. η αλληλεπικάλυψη θεμάτων από διαφορετικούς τομείς
    Στο εισαγωγικό κεφάλαιο υπό στοιχείο Α. περιγράφεται η πορεία διαμόρφωσης του δικαίου περιβάλλοντος στην Ευρώπη και στην Ελλάδα με επιμέρους αναφορές στη Γερμανία, πορεία που εξηγεί την πολυδιάσπαση και τη διατομεακότητα του δικαίου περιβάλλοντος. (Η έννοια του σχεδιασμού στην εφαρμογή των περιβαλλοντικών μέτρων: στρατηγική, ρυθμιστικές μέθοδοι και οικονομικά εργαλεία, Γεώργιος Χριστόδουλος Σμπώκος, 2010, Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών)
  2. κλάδος του φεμινισμού που προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο αλληλοεπικαλύπτονται οι διάφορες πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής διάκρισης με το φύλο, η διαθεματικότητα
    Πολλές πανεπιστημιακές φεμινίστριες σήμερα δοξολογούν τη δυνατότητα επιλογής, αλλά επίσης ασπάζονται έναν πολιτιστικό σχετικισμό υπαγορευόμενο από τις επιταγές της διατομεακότητας (Γιατί οι γυναίκες χαίρονταν περισσότερο το σεξ στον σοσιαλισμό, 18 Αυγούστου 2017, Νίκος Σαραντάκος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία